πεζοδρομώ

πεζοδρομώ
-έω, ΝΜ
νεοελλ.
1. βαδίζω πεζή, πεζοπορώ
2. μετατρέπω δρόμο για την κυκλοφορία οχημάτων σε δρόμο αποκλειστικά για την κυκλοφορία πεζών
μσν.
διαγωνίζομαι σε αγώνα δρόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. με τη σημ. «τρέχω σε αγώνα δρόμου» < πεζοδρόμος, ενώ με τη σημ. «μετατρέπω σε πεζόδρομο» < πεζόδρομος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πεζοδρόμηση — η [πεζοδρομώ] μετατροπή δρόμου που εξυπηρετεί αυτοκίνητα σε πεζόδρομο …   Dictionary of Greek

  • πεζοπορώ — έω, ΝΜΑ [πεζοπόρος] 1. βαδίζω με τα πόδια, πεζοδρομώ 2. πορεύομαι στην ξηρά, κάνω χερσαίο ταξίδι, οδοιπορώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”